υπογραμμίζοντας

υπογραμμίζοντας
подвлекуваjќи

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάιτμοτιφ — το 1. μουσ. επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα, που εμφανίζεται κυρίως στην όπερα ή στα συμφωνικά ποιήματα 2. μτφ. φράση που επαναλαμβάνεται περιοδικώς στον προφορικό ή γραπτό λόγο αποτελώντας τον συνδετικό μίτο και υπογραμμίζοντας μια ιδέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… …   Dictionary of Greek

  • φαινομενολογία — Είναι η περιγραφή των φαινομένων, η περιγραφή του τρόπου εμφάνισης του πραγματικού. Από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., ο όρος πήρε συγκεκριμένη φιλοσοφική έννοια: ο Φίχτε, τονίζοντας τη δυναμική δομή του Εγώ, στη Θεωρία της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγισθος — Mυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Θυέστη και εξάδελφος του Αγαμέμνονα. Ενώ ο Αγαμέμνονας πολεμούσε στην Τροία, ο Α. κέρδισε την εύνοια της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας και κατέλαβε τον θρόνο των Μυκηνών. Όταν ο Αγαμέμνονας επέστρεψε, ο Α. τον σκότωσε… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίντγκενς, Γκούσταφ — (Gustav Grϋndgens, Ντίσελντορφ 1899 – Μανίλα 1963).Γερμανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία το 1921 στο κρατικό θέατρο του Χάλμπερστατ και έναν χρόνο αργότερα ασχολήθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • Κάμελ, Μουστάφα — (Mustafa Kamil, 1877 – 1908). Αιγύπτιος πολιτικός. Ήταν ιδρυτής του εθνικόφρονος κόμματος της Αιγύπτου και διακρινόταν για τις φιλελεύθερες πολιτικές του πεποιθήσεις. Σε ηλικία μόλις 20 ετών αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα για τον τερματισμό… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλάζ, Μπέλα — (Bela Balάzs, Ζέγκεντ 1884 – Βουδαπέστη 1945). Ούγγρος θεωρητικός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Πρώτος ο Μ. ανέλυσε την ιδιομορφία και την πρωτοτυπία της κινηματογραφικής γλώσσας, συστηματοποιώντας την στα πλαίσια μιας… …   Dictionary of Greek

  • Μπερκ, Έντμουντ — (Edmund Burke, Δουβλίνο 1728; – Μπίκονσφιλντ 1797). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Εκτός από τις αξιόλογες επιδόσεις του στο πεδίο της αισθητικής (είναι γνωστή η μελέτη του Φιλοσοφική έρευνα επί της καταγωγής των ιδεών μας περί του… …   Dictionary of Greek

  • Ντάρεντορφ, Ραλφ — (Ralf Dahrendorf, Αμβούργο 1928 –). Γερμανός κοινωνιολόγος. Ασχολήθηκε με την κοινωνιολογία της εργασίας και μελέτησε τις έννοιες της τάξης και της κοινωνικής σύγκρουσης. Ο Ν. αναγνωρίζει σύμφωνα με τον Μαρξ τη σημασία των δύο εννοιών, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”